- φυσαλίδα
- η, Νβλ. φυσαλλίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυσαλίδα — η 1. μικρή ποσότητα αέρα ή αέριου, που σαν σφαιρίδιο ανεβαίνει στην επιφάνεια υγρού, φούσκα, μπουρμπουλήθρα. 2. (ιατρ.), κύστη στο δέρμα γεμάτη υγρό διαυγές, που προκλήθηκε από έγκαυμα ή αρρώστια, η φλύκταινα, η φουσκάλα, η φουσκαλίδα. 3. (βοτ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροστάθμη — Όργανο που κατά κανόνα χρησιμοποιείται για να ελέγχεται αν ένα επίπεδο είναι οριζόντιο. Βασίζεται στο γεγονός ότι μια φυσαλίδα αέρα που εμπεριέχεται σε υγρό μέσα σε ένα κλειστό δοχείο, τείνει να τοποθετηθεί στο σημείο του δοχείου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek
φλύκταινα — η 1. (ιατρ.), διαφανής φυσαλίδα εξανθήματος γεμάτη ορώδες υγρό, που σχηματίζεται με αποκόλληση της επιδερμίδας από το δέρμα, φούσκα, φουσκάλα, φουσκαλίτσα, φουσκαλίδα. 2. (ιατρ.), διαφανής φυσαλίδα γεμάτη υδαρές υγρό, που αναπτύσσεται ύστερα από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούσκα — η 1. κύστη ελαστική ή οποιουδήποτε άλλου είδους, και ιδίως η ουροδόχος: Κοντεύει να σπάσει η φούσκα μου (σε επιτακτική ανάγκη για ούρηση). 2. μεγάλη φυσαλίδα του δέρματος που περιέχει υγρό διαυγές, πύο ή αίμα, η φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τράουμπε — ο, Ν φρ. «χώρος Τράουμπε» ανατ. ζώνη τού αριστερού πρόσθιου θωρακικού τοιχώματος που αντιστοιχεί στον πλευροδιαφραγματικό χώρο τού υπεζωκότα και δίνει στην επίκρουση τυμπανικό ήχο οφειλόμενο στη γαστρική φυσαλίδα … Dictionary of Greek
αεροεμβολή — η Ιατρ. η απόφραξη μιας αρτηρίας ή φλέβας από φυσαλίδα αέρα … Dictionary of Greek
αεροθύλακας — ο τεχνολ. φυσαλίδα αέρα μέσα σε σωλήνα μεταφοράς υγρών, π.χ. σε πετρελαιαγωγό, που εμποδίζει την κανονική ροή τους … Dictionary of Greek
ανεμοβλογιά — Λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με μεγάλη ευκολία από τον πάσχοντα μέσω των σταγονιδίων που βγαίνουν από το στόμα του και η οποία οφείλεται σε ιό. Ο ίδιος ιός προκαλεί και τον έρπητα ζωστήρα, με τη διαφορά ότι η α. εμφανίζεται συνήθως στην παιδική … Dictionary of Greek
γυρίνος — I Η κοινή ονομασία για την προνυμφική μορφή του βατράχου μετά την εκκόλαψή του, που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση του κεφαλιού και του κορμού σε ογκώδη μάζα, όμοια με τεράστιο κεφάλι. Οι γ. είναι αποκλειστικά υδρόβιοι και αναπνέουν με βράγχια … Dictionary of Greek
δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… … Dictionary of Greek